κυανοπώγων

κυανοπώγων
ο
1. αυτός που έχει μαύρη γενειάδα
2. προσωνυμία τού Λανδρύ, τού Γάλλου δολοφόνου, ο οποίος παντρευόταν τα θύματά του, τά δολοφονούσε και τά εξαφάνιζε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. τραγο-πώγων). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. barbe-bleu
μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… …   Dictionary of Greek

  • Μπάρτον, Ρίτσαρντ — (Richard Burton, Ουαλία 1925 – Ελβετία 1984). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βρετανού ηθοποιού Ρίτσαρντ Γουόλτερ Τζένκινς Τζούνιορ (Richard Walter Jenkins, Jr.). Από τους πλέον χαρισματικούς και πολυσχιδείς ερμηνευτές όλων των εποχών στη σκηνή και… …   Dictionary of Greek

  • Ντικά, Πολ — (Paul Dukas, Παρίσι 1865 – 1935). Γάλλος συνθέτης. Σπούδασε στο Ωδείο του Παρισιού με δάσκαλο τον Ερνέστ Γκιρό. Το 1888 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο αντίστιξης και φούγκας και με το δεύτερο Βραβείο της Ρώμης για την καντάτα του Velleda. Πνεύμα… …   Dictionary of Greek

  • Τικ, Γιόχαν Λούντβιχ — (Tieck, Βερολίνο 1773 – 1853). Γερμανός ποιητής, πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Είχε στενές σχέσεις με τους βερολινέζικους κύκλους των Σλέγκελ, με τον Νοβάλις και με όλους όσους ανήκαν στο πνευματικό κίνημα της πρώτης περιόδου του… …   Dictionary of Greek

  • Τρακλ, Γκέοργκ — (Trakl, Σάλτσμπουργκ 1887 – Κρακοβία 1914). Αυστριακός ποιητής. Aνατράφηκε μέσα στο κλίμα του νεορομαντικού εστετισμού, επηρεασμένος από τη νεότερη γαλλική ποίηση και τη ρωσική λογοτεχνία, πρωτοεμφανίστηκε ως οπαδός του Χόφμανσταλ και της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”